- αλείφω
- αλείβω (Α ἀλείφω)1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη3. κάνω επάλειψη σε ασθενήνεοελλ.1. ρυπαίνω, λερώνω2. δωροδοκώ, λαδώνω3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος4. φρ. «θα σού τίς αλείψω» ή «θα τίς αλειφτείς», θα σε δείρωαρχ.1. αλείφω το δέρμα κάποιου με λάδι (μετά το λουτρό)2. αλείφω κάποιον για τις γυμναστικές ασκήσεις3. επικαλύπτω, σφραγίζω, βουλλώνω4. προετοιμάζω σαν για αθλητικούς αγώνες, ενθαρρύνω, παρορμώ5. λειαίνω, τρίβω, γυαλίζω6. φρ. «ἀλείφομαι παρά τινι», ασκούμαι στη γυμναστική σχολή κάποιου7. στη Μυκην. το ρ. μαρτυρείται με παράγωγα και σύνθετα (ἄλειφαρ, ἀλειφαζόος κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ἀλείφω και τα ομόρριζά του ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *lei- που δήλωνε την έννοια τής «βλέννας» και που με διάφορες παρεκτάσεις δήλωσε και άλλες συναφείς σημασίες. Έτσι, με τη χειλική παρέκταση -p-, προέκυψε η ρίζα *leip- «αλείφω με λίπος-κολλώ», από όπου τα ελλην. λίπος, ομηρ. λίπα («άφθονα, πλούσια»), λιπαρός, λιπαίνω κ.λπ., αρχ. ινδ. rip- «άλειμμα» και li-m-p-ati «αλείφω», λιθ. lip-tip «κολλώ», αρχ. σλαβ. pri-lep-ěti «προσκολλώ», χεττ. lip- «κολλώ» κ.ά. Σημειώνεται ότι από την ίδια ρίζα προέρχεται και το γερμ. bleiben «μένω προσκολλημένος, παραμένω», με μια περαιτέρω σημασιολ. εξέλιξη. Από τη ρίζα *leip-, με προθεματική επαύξηση a- και δάσυνση τού ληκτικού συμφώνου προήλθε η ρίζα *a-leibh- > ἀλειφ-, από όπου το ελλην. ἀλείφω με τα πολλά παράγωγα του (ἄλειφαρ, ἀλοιφή κ.ά. βλ. παρακάτω). Ο νεοελλ. ενεσωτικός τ. αλείβω προήλθε από μεταπλασμό τού -φω σε -βω αναλογικά προς ρήματα σε -βω με τα οποία το αλείφω συνέπιπτε στον μέλλοντα και τον αόριστο: αλείψω - άλειψα = τρίψω - έτριψα, από όπου και αλείβω = τρίβω. Από την ίδια ρίζα (*leibh-) σημειώνουμε ότι προέρχεται και μια σειρά βασικών λέξεων τών γερμανικών γλωσσών που σημαίνουν «ζω-ζωή» (πιθ. από την αρχ. σημασία «παραμένω, διατηρούμαι, υπάρχω»). Πρβλ. αγγλ. live, γερμ. leben, αγγλ. live κ.ά. Τέλος, με έρρινη παρέκταση (ν) τής αρχ. ρίζας *lei- δημιουργήθηκε η ρίζα *lin- που σήμαινε επίσης «αλείφω». Πρβλ. ελλην. ἀλίνω, λατ. lino, αρχ. ινδ. linati κ.ά. (βλ. και λ. λίπος και αλίνω).ΠΑΡ. άλειμμα, αλειπτήρας, άλειψη, αρχ. ἀλείπτης, ἀλειπτός, ἄλειφαρ, ἀλειφεύςνεοελλ.αλείφης, αλειφτός.ΣΥΝΘ. απαλείφω, επαλείφω, εξαλείφω, περιαλείφω, αρχ. ἀλειφόβιος, ἀναλείφω, διαλείφω, εἰσαλείφω, ἐναλείφω, καταλείφω, παραλείφω, προαλείφω, προσαλείφω, συναλείφω, ὑπαλείφω, νεοελλ.πασ(α)αλείφω].
Dictionary of Greek. 2013.